Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

1) μεταφορτώνω 2) (

См. также в других словарях:

  • μεταφορτώνω — φορτώνω κάτι εκ νέου από ένα μεταφορικό μέσο σε άλλο …   Dictionary of Greek

  • μεταφορτώνω — μεταφόρτωσα, μεταφορτώθηκα, μεταφορτωμένος, φορτώνω κάτι από ένα μέσο σε άλλο: Μεταφόρτωσε τα καπνά από το τρένο στο φορτηγό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μεταφόρτωση — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μεταφορτώνω, η εκ νέου φόρτωση, η φόρτωση σε άλλο μεταφορικό μέσο 2. (οικον. συγκ.) μεταφορά φορτίου από ένα μεταφορικό μέσο σε άλλο, τού ίδιου ή διαφορετικού τύπου ή είδους, όπως από φορτηγό αυτοκίνητο σε… …   Dictionary of Greek

  • τρανσμπορντάρω — Ν (ιδιωμ.) μεταφορτώνω από ένα πλοίο ή τρένο στο άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. transborder «μεταφορτώνω, μεταφέρω από πλοίο σε πλοίο»] …   Dictionary of Greek

  • αμεταφόρτωτος — η, ο [μεταφορτώνω] αυτός που δεν μεταφορτώθηκε ή δεν είναι δυνατό να μεταφορτωθεί …   Dictionary of Greek

  • μετεντίθημι — (Α) (το μέσ.) μετεντίθεμαι 1. (γενικά) τοποθετώ ή θέτω σε άλλο τόπο 2. (ειδ. για πλοία) φορτώνω το φορτίο σε άλλο πλοίο, μεταφορτώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἐν τίθημι «θέτω, τοποθετώ»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»