-
1 перегружать
перегружать, перегрузить 1) μεταφορτώνω 2) (чересчур нагрузить ) παραφορτώνω* * *= перегрузить1) μεταφορτώνω2) ( чересчур нагрузить) παραφορτώνω -
2 перегружать
1. (превышать нормальную нагрузку) υπερφορτώνω, υπερφορτίζω 2. (перемещать грузы) μεταφορτώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перегружать
-
3 перегружать
перегружатьнесов1. прям., перен (чересчур нагружать) ὑπερφορτώνω, παραφορτώνω·2. (в другое место) μεταφορτώνω. -
4 паузить
-ужу, -узишьρ.δ.μ. μεταφορτώνω σε ποταμόπλοιο. -
5 перевалить
-валю, -валишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переваленный, βρ: -лен, -а, -оρ.σ.1. μ. μετατοπίζω, μεταθέτω, μετακινώ με-ταρρίπτω μεταφορτώνω• ρίχνω, σωριάζω.2. μ. περνώ, διαβαίνω, διασκελίζω (βουνό, κορυφογραμμή). || διαπορεύομαι, διατρέχω, διασχίζω, διελαύνω.3. (ξε)περνώ•сумма в текущем году -ла за 8000 рублей το ποσό στο τρέχον έτος ξεπέρασε τις 8000 ρούβλια•
- ло за полночь (απρόσ.) πέρασαν τα μεσάνυχτα•
ему -ло за пятьдесять (απρόσ.) αυτός πέρασε τα πενήντα (χρόνια).
1. μετατοπίζομαι, μετακινούμαι περνώ. || γυρίζω, στρέφω•перевалить на другой бок γυρίζω στο άλλο το πλευρό.
|| κάμπτομαι, λυγίζω.2. (ξε)περνώ, υπερτερώ. -
6 перегрузить
-ужу, -узишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перегруженный, βρ: -жен, -а, -о κ. перегруженный, βρ: -жен, -жена, -женоρ.σ.μ.1. μεταφορτώνω.2. υπερφορτώνω, παραφορτώνω. || μτφ. επιφορτίζω. || μτφ. παραγεμίζω, εξογκώνω, παραφουσκώνω.1. μεταφορτώνομαι.2. υπερφορτώνομαι, παραφορτώνομαι. || μτφ. επιφορτίζομαι.
См. также в других словарях:
μεταφορτώνω — φορτώνω κάτι εκ νέου από ένα μεταφορικό μέσο σε άλλο … Dictionary of Greek
μεταφορτώνω — μεταφόρτωσα, μεταφορτώθηκα, μεταφορτωμένος, φορτώνω κάτι από ένα μέσο σε άλλο: Μεταφόρτωσε τα καπνά από το τρένο στο φορτηγό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεταφόρτωση — η 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μεταφορτώνω, η εκ νέου φόρτωση, η φόρτωση σε άλλο μεταφορικό μέσο 2. (οικον. συγκ.) μεταφορά φορτίου από ένα μεταφορικό μέσο σε άλλο, τού ίδιου ή διαφορετικού τύπου ή είδους, όπως από φορτηγό αυτοκίνητο σε… … Dictionary of Greek
τρανσμπορντάρω — Ν (ιδιωμ.) μεταφορτώνω από ένα πλοίο ή τρένο στο άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. transborder «μεταφορτώνω, μεταφέρω από πλοίο σε πλοίο»] … Dictionary of Greek
αμεταφόρτωτος — η, ο [μεταφορτώνω] αυτός που δεν μεταφορτώθηκε ή δεν είναι δυνατό να μεταφορτωθεί … Dictionary of Greek
μετεντίθημι — (Α) (το μέσ.) μετεντίθεμαι 1. (γενικά) τοποθετώ ή θέτω σε άλλο τόπο 2. (ειδ. για πλοία) φορτώνω το φορτίο σε άλλο πλοίο, μεταφορτώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἐν τίθημι «θέτω, τοποθετώ»] … Dictionary of Greek